ταρσοῖ

ταρσοῖ
ταρσόομαι
to be like basket-work
pres ind mp 2nd sg
ταρσόω
provide with a
pres ind mp 2nd sg
ταρσόω
provide with a
pres opt act 3rd sg
ταρσόω
provide with a
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ταρσοί — Ταρσός frame of wicker work masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσοί — ταρσόομαι to be like basket work pres subj mp 2nd sg ταρσόομαι to be like basket work pres ind mp 2nd sg ταρσός frame of wicker work masc nom/voc pl ταρσόω provide with a pres subj mp 2nd sg ταρσόω provide with a pres ind mp 2nd sg ταρσόω provide …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CRATES Harundineae — Graecis ταρσοί, dicebantur viminea texta; super quibus siccabantur casei, uti videre est supra, ubi de Caseo. Aliu i quid erant ταρσοὶ καλάμων, apud Herodot. Musâ 1. texta videl. cannarum seu cannicia, quae, in Babyloniis muris, singulis laterum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TARSIA — Graece Ταρσία, vel Ταρσίη ἄκρα, promontorium apud Arrianum, in Indic. quod Themisteas Plinio, l. 6. c. 25. Vide Salmas. in Solin. p. 118. Item Regnum Asiae, Cathaii, et Turquestani Regnis vicinum, apud Aithonum c. 2. Sanutum, l. 3. part. 13. et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PARIES — an ex par, quia semper duo pares: an ex paro, i. e. struo? Aeliô Gallô finitore, sive murus, sive maceria est, l. 157. ff. de verb. signif. Leoni Bapt. Alber. l. 1. omnis structura sic dicitur, quae a solo in altum surrexit ad ferendum onus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μονοσφυρονίδια — τα ζωολ. υπόταξη ψευδοσκορπιών τών οποίων όλοι οι ταρσοί τών ποδιών δεν έχουν παρά ένα μόνο τμήμα …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… …   Dictionary of Greek

  • ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • υδρομετρίδες — (Hydrometridae). Ετερόπτερα έντομα. Η οικογένεια αριθμεί αρκετά είδη μικρών υδρόβιων εντόμων με λεπτότατα πόδια. Το κυριότερο από τα έντομα αυτά είναι η υδρομέτρη ή υδρόμετρο (το). Τα υδρόμετρα μπορούν να γλιστρούν, να περπατούν και να πηδούν στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”